ἀναθέμενος

ἀναθέμενος
ἀνατίθημι
lay upon
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναποδεκατώ — όω, Μ ἀποδεκατῶ* συγχρόνως («τοῡτον ἀφιέρωσε τῷ θεῷ, συναποδεκατώσας αὐτῷ πάντα τὰ ὑπάρχοντα καὶ ἀναθέμενος τῷ θεῷ», Γεώργ. Σύγκ.) …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — ανάθεσα, ανατέθηκα, αναθεμένος 1. εμπιστεύομαι σε κάποιον την εκτέλεση κάποιας πράξης, επιφορτίζω: Του ανάθεσαν όλες τις δικαστικές υποθέσεις της εταιρείας τους. 2. αφιερώνω: Τις εικόνες που κληρονομούσαν αποφάσισαν να τις αναθέσουν στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”